- διαγγελία
- η1) извещение, уведомление; 2) приказ, переданный через связного офицера, ординарца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαγγελία — η (AM διαγγελία) [διάγγελος] η επίσημη γνωστοποίηση με διαγγελέα … Dictionary of Greek
διαγγελίας — διαγγελίᾱς , διαγγελία notification fem acc pl διαγγελίᾱς , διαγγελία notification fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγγελίαι — διαγγελίᾱͅ , διαγγελία notification fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)